εξισασμός

εξισασμός
ἐξισασμός, ο (Α) [εξισάζω]
το να γίνεται κάτι ίσο με κάτι άλλο, η εξίσωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξισασμοῦ — ἐξισασμός equalization masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξισασμόν — ἐξισασμός equalization masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”